- θεοπροπώ
- θεοπροπῶ, βοιωτ. τ. θιοπροπῶ, -έω (Α) [θεοπρόπος]·1. δίνω χρησμούς, προφητεύω («θεοπροπέων ἀγορεύεις», Ομ. Ιλ.)2. είμαι θεοπρόπος, αγγελιαφόρος για να ρωτήσω μαντείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοπροπῶ — θεοπροπέω prophesy pres subj act 1st sg (attic epic doric) θεοπροπέω prophesy pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεοπρόπος — (5oς αι. π.Χ.). Χαλκουργός από την Αίγινα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι κατασκεύασε έναν χάλκινο ταύρο για λογαριασμό των Κερκυραίων, οι οποίοι τον αφιέρωσαν στο ιερό των Δελφών. To ιστορικό του ταύρου είναι το ακόλουθο: Κάποτε στην Κέρκυρα, ένας… … Dictionary of Greek